- τοκοφόρο
- faiz getiren
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τοκοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποδίδει τόκο («τοκοφόρο δάνειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τοκοφόρος, -α — ο αυτός που αποφέρει τόκο, έντοκος: Τοκοφόρο δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)